Ο διακεκριμένος ψάλτης και καθηγητής μουσικής εξηγεί τη μουσική μας ρίζα.
Ο Χάρης Συμεωνίδης είναι ο παλαιός και νέος ταυτόχρονα καλλιτέχνης της ανατολικής μουσικής, που έρχεται να μοιραστεί μαζί σας, τη βαθιά συναισθηματική φόρτιση που του μεταδίδει η πολυσύνθετη μουσική κληρονομιά της Ελλάδας. Με πολλές σπουδές στην παραδοσιακή, βυζαντινή, λαϊκή, αλλά και κλασική μουσική, έχει διαμορφώσει μια μοναδική ερμηνευτική προσέγγιση, που συνδυάζει τις διάφορες επιρροές του.
Το 2024 ο Χάρης Συμεωνίδης με τον συνθέτη Μανώλη Καρπάθιο παρουσίασε τα τραγούδια του πρώτου προσωπικού του δίσκου «Κύκλος» (σε στίχους του Κώστα Μπαλαχούτη) που κυκλοφόρησε από το Ogdoo Music Group.
Ο Χάρης Συμεωνίδης μας εξηγεί γιατί η Βυζαντινή είναι η καρδιά της Ελληνικής Μουσικής:
«Η μουσική ιστορία των Ελλήνων είναι πράγματι πλούσια και πολυεπίπεδη. Η Βυζαντινή Μουσική – Ψαλτική Τέχνη αποτελεί το βασικό και κεντρικό κομμάτι αυτής της ιστορίας, υπάρχει ως γενεσιουργό και παράλληλο θεωρητικό υπόβαθρο για τη δημοτική και παραδοσιακή μουσική μας, ενώ έχει επηρεάσει σημαντικά την δημιουργία και την εξέλιξη της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα.
Η βυζαντινή μουσική, που αποτελεί το ψαλμωδικό σύστημα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχει ρίζες στην αρχαία ελληνική μουσική και συνδυάζει στοιχεία μελωδίας, τροπικότητας, αλλά και διάστηματικής και ρυθμικής πολυπλοκότητας. Οι μουσικοί τρόποι (ως σύστημα οκταηχίας) που χρησιμοποιούνται στη βυζαντινή μουσική, έχουν επηρεάσει καθοριστικά την αισθητική και τη δομή της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα.
Έχοντας σαν κληρονομιά τα γένη από τις κατατομές των τετραχόρδων από την Αρχαία Ελληνική και μετά τον Πυθαγόρα και τον προσλαμβανόμενο μείζονα τόνο, τα πεντάχορδα της Βυζαντινής/Ρωμέικης μουσικής, η εξέλιξη της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα αποτυπώθηκε στην ποικιλία των μουσικών ειδών που έχουν προκύψει, όπως το παραδοσιακό, το μικρασιάτικο τραγούδι, το ρεμπέτικο, τα λαϊκά της δεκαετίας του ’50 και στους εμβληματικούς σύγχρονους δημιουργούς της τελευταίας εξηκονταετίας (Θεοδωράκης, Χατζιδάκης, Ξαρχάκος, Καλδάρας, Μαρκόπουλος, Σπανος, Λοΐζος κλπ). Γι αυτό και τα τραγούδια αυτά έμειναν διαχρονικά και αγγίζουν πάντα την ψυχή των Ρωμιών.
Οι εξαιρετικές φωνές των τραγουδιστών, με βαθιά συναισθηματική απόδοση και τεχνική επιδεξιότητα, αναδεικνύουν την καλαισθησία, την ποιότητα και το βάθος της μουσικής μας παράδοσης, είτε προέρχονται από τα ψαλτικά αναλόγια, είτε από ερμηνευτές του δημοτικού τραγουδιού.
Από τον Δημήτρη Ατραΐδη, τον Κώστα Νούρο και τον Αντώνη Νταλγκά, μέχρι τον Στελλάκη Περπινιαδη, τον Κώστα Ρούκουνα και τους νεότερους, τον Καζαντζίδη, το Γαβαλά, το Διονυσίου, το Μπιθικώτση, το Μητσιά κ.α., όλοι τους ήταν και είναι γνήσιες βυζαντινές φωνές. Κάποιοι πέρασαν ή ανδρώθηκαν σε αναλόγια, κάποιοι παράλληλα με το τραγούδι παρέμειναν σε όλη τους τη ζωή εν ενεργεία ψάλτες. Φωνές που αγαπήθηκαν και που εξέφρασαν την αγάπη, το χωρισμό, τη χαρά, τον πόνο και τα μεράκια του αειθαλούς γένους των Ρωμιών.
Η συνεχής εκφραστικότητα και ανανέωση της μουσικής σκηνής στην Ελλάδα καθιστά την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας αυτής, μια πλούσια πηγή έμπνευσης και δημιουργίας, διατηρώντας έτσι ζωντανή την παράδοση και την ταυτότητα του ελληνικού λαού μέσα από τη μουσική του».