tofanarinews.gr

Ο σπουδαίος Βαγγέλης Περπινιάδης

Με την μοναδική φωνή του και την αστείρευτη συνθετική και στιχουργική του φλέβα έγραψε ιστορία.

Ο Βαγγέλης Περπινιάδης γεννήθηκε στην Κοκκινιά την 1 Σεπτεμβρίου 1927 και έφυσε στο Χαϊδάρι, στις 12 Μαΐου 2003

Υπήρξε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Πολύπλευρος χαρακτήρας (ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού) με εκατοντάδες τραγούδια και δυνατές επιτυχίες, χάραξε για περισσότερο από 50 χρόνια την δική του ξεχωριστή ιστορία στο μουσικό μας στερέωμα.

Πατέρας του ήταν ο θρυλικός τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης. Από μικρό παιδί ψέλνει στην Οσία Ξένη της Κοκκινιάς και το 1943 χειροτονείται αναγνώστης. Το 1947 με προτροπή των φίλων του πηγαίνει στα “ταλέντα” του Τραϊφόρου, στο Άλσος, στο Πεδίον του Άρεως όπου κλέβει την παράσταση και μοιραία τα όνειρα για να γίνει παπάς μπαίνουν στο περιθώριο.

Σύντομα ξεκινά τις εμφανίσεις του στα ιστορικά κέντρα “Περιβόλας” και “Κεφάλας” που βρίσκονταν αντικριστά στην Παναγή Τσαλδάρη στην Νίκαια. Εκεί ο Περπινιάδης θα αφήσει εποχή αφού θα τραγουδήσει για περισσότερο από δύο δεκαετίες στα πάλκα τους. Ο κόσμος της Κοκκινιάς αγκαλιάζει ζεστά τον νεαρό καλλιτέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα Μεσόγεια, την Αργοναυπλία και άλλες περιοχές της χώρας όπου ο Περπινιάδης τραγουδά στα πανηγύρια, σε γλέντια, γάμους και χάρες.

Το 1953 κάνει τα πρώτα του σεγόντα και τρία χρόνια αργότερα ερμηνεύει για πρώτη φορά μία δική του σύνθεση, το “Κλάψτε με φίλοι, κλάψτε με”, σε δίσκο 78 στροφών, όπου μπουζούκι παίζει ο φημισμένος δεξιοτέχνης Δημήτρης Στεργίου (Μπέμπης).

Στις αρχές της δεκαετία του ‘60 έρχεται η γενική αναγνώριση για τον Βαγγέλη Περπινιάδη αφού τα τραγούδια που αποδίδει γίνονται μεγάλα σουξέ (Γύρισε κοντά μου, Θέλεις να πεθάνω, Να ‘μουνα το σεντονάκι, Φταίω φταίω, Μη μ’ αφήνεις μόνο μου, Με πικραμένη την καρδιά, πάρτε βουνά τον πόνο μου, Η γαλιάντρα, Ούτε τα λεφτά σου, Φέρε άλλα τόσα πιάτα, Το διαζύγιο, Αχ γιατί δεν μ’ αγαπάς, Δεν ξαναπαίζω ζάρια, Άδικα άδικα κ.ά.)

Επίσης η μεγάλη του τεχνική, οι ικανότητές του και η προσωπικότητά του είχαν σαν αποτέλεσμα οι επανεκτελέσεις που έκανε για λογαριασμό της Odeon, συχνά σε παράλληλη κυκλοφορία με τις πρώτες εγγραφές της τρανής Columbia, να γνωρίζουν πλατιά απήχηση και να συνδέονται άρρηκτα με τη φωνή του (Κάποια μάνα αναστενάζει, Ανεβαίνω σκαλοπάτια, Γιατί γλυκιά μου κλαις, Αν μ’ αξιώσει ο Θεός, Κάθε βράδυ θα σε περιμένω, Ο Αντώνης ο βαρκάρης κ.ά).

Το ταλέντο  και η δημοτικότητά τον φέρνουν να πρωταγωνιστεί και στον ελληνικό κινηματογράφο όπου η συμμετοχή του δεν περιορίζεται στην ερμηνεία τραγουδιών όπως γινόταν συνήθως αλλά και στο παίξιμο συμπρωταγωνιστικών ρόλων.

Πολυποίκιλος τραγουδιστής γράφει και ερμηνεύει με επιτυχία δημοτικά τραγούδια, δυνατά ορχηστρικά κομμάτια και κλέβει την παράσταση στους αμανέδες.

Εκτός από τα στέκια του “Περιβόλας” και “Κεφάλας” εμφανίζεται για πολλές σεζόν στο “Φαληρικόν” στις Τζιτζιφιές, με Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου, Διονυσίου, Ζαγοραίο, Αναγνωστάκη.

Το 1965 θα ερμηνεύσει μία σειρά από τραγούδια του Χρήστου Λεοντή σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και Μιχάλη Παπανικολάου καθώς και των Γιώργου Κατσαρού και Πυθαγόρα ενώ ταυτόχρονα θα συμμετάσχει στις συναυλίες των δύο συνθετών σε θέατρα και κινηματογράφους. Νωρίτερα ο Περπινιάδης θα τραγουδήσει με τεράστια απήχηση δημιουργίες του λόγιου συνθέτη Κώστα Γιαννίδη: Μανούλα μου και Τα νέα της Αλεξάνδρας).

Το 1975 ο Βαγγέλης Περπινιάδης καταλήγει στην Panivar, ύστερα από 30 χρόνια αποκλειστικής συνεργασίας με τις Odeon / Parlophone (Minos). Και εκεί οι νέες συνθέσεις και οι επανεκτελέσεις του καθώς και οι ζωντανά ηχογραφημένοι δίσκοι του θα ακολουθήσουν τα γνώριμα σκαλοπάτια της επιτυχίας.

Ο Περπινιάδης μέχρι και το Μάη του 2003 που έφυγε απ’ τη ζωή υπήρξε ακμαίος, και δημιουργικός. Η φωνή του παρέμεινε δυνατή, αναλλοίωτη και ανέγγιχτη στον χρόνο.

Είχα τη χαρά, την τιμή και το προνόμιο να γνωρίσω καλά τον κύριο Βαγγέλη. Μου εμπιστεύτηκε τις αλήθειες του και υπέγραψα τη βιογραφία του «Πριν Το Τέλος» (Εκδόσεις Προσκήνιο – Άγγελος Σιδεράτος, 2000). Αυτός ήταν ο τίτλος που ο ίδιος επέμενε να μπει, εννοώντας την καλλιτεχνική διαδρομή του, και δυστυχώς το ολοκληρωτικό τέλος δεν άργησε και πολύ για να έρθει.

Exit mobile version