Σπουδαίο και τεράστιο το έργο του.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος «έφυγε» σήμερα, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου είχε μεταφερθεί εσπευσμένα από τα Τίρανα στις 3/1 με αεροδιακομιδή.
Γεννημένος στις 4 Νοεμβρίου 1929 στον Πειραιά, ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ήταν προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Θεολόγος, κληρικός, συγγραφέας, ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίο Αθηνών, επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, αφήνει πίσω του μία πολύτιμη παρακαταθήκη.
Να σημειωθεί πως το 2000 είχε προταθεί για Νόμπελ Ειρήνης.
Η διαδρομή του
Αριστούχος απόφοιτος του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου για να λάβει το πτυχίο του το 1952, με άριστα, επιτυγχάνοντας την υψηλότερη βαθμολογία πτυχιούχου της Θεολογικής Σχολής Αθηνών – 9,53.
Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές Θρησκειολογίας, Eθνολογίας, Iεραποστολικής, Aφρικανολογίας, στα Πανεπιστήμια Aμβούργου και Mαρβούργου Γερμανίας (1965-69), ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt.
Αναγορεύθηκε Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. (1970, ομόφωνα άριστα, με ειδικό βραβείο). Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1952-54) φοίτησε στις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου, στις οποίες πρώτευσε και έγινε «Αρχηγός Σχολής».
Αναγορεύτηκε σε έκτακτο Καθηγητή Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ορίστηκε Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986) και από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1983-1987), από το οποίο αποχώρησε το 1997 ως ομότιμος Καθηγητής.
Δραστηριοποιήθηκε έντονα σε οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας και το 1959 ίδρυσε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο «Πορευθέντες». Θεμελίωσε δε την ελληνόφωνη ιεραποστολική συνείδηση τον 20ο αιώνα, με την ίδρυση του «Διορθόδοξου Ιεραποστολικού Κέντρου».
Στην Αφρική
Από το 1964, ο Αναστάσιος έστρεψε το έργο του στην Αφρική, κυρίως στην Ουγκάντα, την Τανζανία και την Κένυα.
Ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Mακάριος», όπου χειροτόνησε 62 αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες – κατηχητές.
Παράλληλα προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες.
Φρόντισε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου Ορθοδόξων ενοριών και την ανέγερση ναών. Ακόμη ανήγειρε επτά ιεραποστολικούς σταθμούς ενώ ασχολήθηκε με τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών. Αναγνωρίσθηκε «Μέγας Ευεργέτης» του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας (2009).
Εκτός της μητρικής και της αρχαίας ελληνικής, ο Αναστάσιος μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αλβανικά και είχε γνώσεις λατινικής, ισπανικής, ιταλικής, ρωσικής, κισουαχίλι.
Διέκοψε το ιεραποστολικό του έργο στην Αφρική όταν προσβλήθηκε από ελονοσία.
Ο Αναστάσιος ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό «Πάντα τα Έθνη», και βρέθηκε ξανά στην Αφρική υπηρετώντας ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής το διάστημα 1981 – 1991
Στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Έλληνες εργάτες και φοιτητές.
Στην Αλβανία
Tο εκκλησιαστικό έργο του Aναστασίου κορυφώνεται με την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Oρθοδόξου Aυτοκεφάλου Eκκλησίας της Aλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό.
Μέσα σε συμπληγάδες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την Αυτοκέφαλη Eκκλησία της Aλβανίας και διαμόρφωσε νέο Καταστατικό Χάρτη (2006).
Με επίσημη Συμφωνία με την Κυβέρνηση της Αλβανίας, η οποία έγινε νόμος του Κράτους το 2009, καθορίσθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες. Ίδρυσε τη Θεολογική-Iερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο το 1992, το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Aργυρόκαστρο και στο Σούκθ-Δυρράχιο όπως και Σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα.
Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, αναστήλωσε 60 ναούς και μοναστήρια.
Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων.
Ίδρυσε την πρώτη Ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα Ngjallja «Aνάστασις», το παιδικό περιοδικό Gëzohu «Χαίρε», το νεανικό περιοδικό Kambanat «Καμπάνες», την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim «Έρευνα», το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania» καθώς και Ραδιοφωνικό σταθμό Radio-Ngjallja. Φρόντισε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων),
Ίδρυσε την Ορθόδοξο Κλινική «Ευαγγελισμός» (Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο) και το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Καταρτίσεως, στα Tίρανα και στο Αργυρόκαστρο, το οποίο αναβαθμίστηκε εν συνεχεία στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο «Λόγος».
Ακόμη δημιούργησε Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο στο Μεσοπόταμο, Σχολεία και Λύκεια στα Τίρανα, στο Δυρράχιο, στην Κορυτσά και στο Αργυρόκαστρο, οικοτροφείο Μαθητριών Λυκείου στο Βουλιαράτι, 19 νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις. Ασχολήθηκε με την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημοσίων σχολείων, κ.α.
Κατά την περίοδο 2013 – 2019 πραγματοποιήθηκε η κατασκευή τριών υδροηλεκτρικών έργων (Librazhd, Llenge, Sllabinja), τα οποία συμβάλλουν στην ενίσχυση των υποδομών της χώρας. Με τα έσοδά τους, η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει τις πνευματικές, φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές προσπάθειες.
Ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε επίσης, ιδρυτικό μέλος και κατά διαστήματα Πρόεδρος της Διομολογιακής Βιβλικής Εταιρείας της Αλβανίας και του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Αλβανίας, το οποίο τιμήθηκε απο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το ανώτατο παράσημο “Nderi i Kombit” (Τιμή του Έθνους) (2021).
Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα, το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας.
Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Το 2000, κατόπιν προτάσεως 33 Ακαδημαϊκών της Ακαδημίας Αθηνών και πολλών προσωπικοτήτων της Αλβανίας, υπήρξε υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος είχε συγγράψει και εκδώσει 24 βιβλία (θρησκειολογικές εύρυνες, ιεραποστολικά δοκίμια, Ορθοδόξου πνευματικότητος) που έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες.
Διακρίσεις
Τιμήθηκε με τα παράσημα του Τιμίου Σταυρού του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου, A΄ Τάξεως, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (1985)· της Αγίας Αικατερίνης της Μονής Σινά (1985)· του Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας (1986). Έλαβε το Αργυρούν μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, «ως εμπνευστής και πρωτοπόρος της ιεραποστολικής θεολογίας και δράσεως» (1987)˙ από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό τον Xρυσούν Σταυρόν μετά δάφνης (1994), «για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην Ορθοδοξία, την Εκκλησία, τον λαό της Αλβανίας και την πολυσήμαντη συμβολή του στην προώθηση της φιλίας των λαών Ελλάδος και Αλβανίας»· τoν Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Τιμής (1997) της Ελληνικής Δημοκρατίας· το παράσημο του Ισαποστόλου μεγάλου ηγεμόνος Βλαδιμήρου (A’ τάξεως) της Ρωσικής Εκκλησίας (1998)· το παράσημο του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1999)· τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου (2000).
Tο «βραβείο έργου ζωής» του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, για τις προσπάθειές του για την ειρήνη και συνεργασία των λαών της Βαλκανικής και την ενδυνάμωση του οικουμενικού πνεύματος της Ορθοδοξίας (2000).
Τιμήθηκε επίσης με τα βραβεία Athenagoras Human Rights Award 2001 (Νέα Υόρκη)· το «Pro Humanitate» (2001), του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Ιδρύματος Pro Europe (Freiburg)· του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος (2001)· το Χρυσό μετάλλιο Τιμής και Ευποιΐας της Πόλης των Αθηνών (2001)· το Χρυσό Κλειδί της πόλης Θεσσαλονίκης (2002), της Λαμίας (2002)· το “Οδύσσειο βραβείο” της Παγκόσμιας ομοσπονδίας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων (2002)· Επίτιμος Δημότης Κεφαλληνίας (2002)· το Πολωνικό ανθρωπιστικό βραβείο, “Ecce Homo” για τη συνεπή δράση με ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο (2003). Μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών (2003).
Παράσημο από τον Πρόεδρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας (2003). Χρυσό Μετάλλιο Α’ Τάξεως Δήμου Πειραιώς (2005). Επίτιμος δημότης Τιράνων (2005) και Κορυτσάς (2007). Βραβείο “διακεκριμένων δραστηριοτήτων για την ενότητα των Ορθοδόξων Εθνών” (Μόσχα 2006). Παράσημο «Πρίγκιπος Γιαροσλάβ του Σοφού» Γ΄ τάξεως, της Δημοκρατίας της Ουκρανίας (2008). «Μέγα Χρυσόν Παράσημον του Αποστόλου Βαρνάβα» της Εκκλησίας της Κύπρου (2008).
Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Μάρκου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής (2009). Παράσημο «Γεωργίου Καστριώτη – Σκεντέρμπεη» της Δημοκρατίας της Αλβανίας (2010)
Ανώτατο παράσημο της Εκκλησίας της Σερβίας του Αυτοκράτορος Αγίου Κωσταντίνου του Μεγάλου (2013)
Ανώτατο παράσημο «Πρίγκιπος Γιαροσλάβ του Σοφού» Α΄ τάξεως της Δημοκρατίας της Ουκρανίας (2013). «Βραβείο δοκιμίου ελευθέρου στοχασμού» Παν. Φωτέα (2015). Παράσημο του Αγίου Ιωάννου Βλαδιμήρου του Πατριαρχείου Σερβίας (2016)
Επίτιμος δημότης Δυρραχίου (2016), Καλαμάτας (2016), Λάρισας (2017), Πρέβεζας (2017). Ιδρύματος Μπότση στην 35η απονομή δημογραφικών βραβείων – Ειδική τιμητική διάκριση για το όλον έργο του (Ιανουάριος 2019). Γερμανικό βραβείο «Klaus Hemmerle» της κινήσεως Fokolare για την συμβολή στην προσέγγιση και ειρηνική συνύπαρξη λαών και πολιτισμών (2020).

kostas Balachoutis, www.tofanarinews.gr