(VIDEO) Από τον Δημήτρη Ε. Λέκκα, μια πολυσχιδή προσωπικότητα με σημαντική συνεισφορά στους τομείς της μουσικής, της μαθηματικής επιστήμης και της φιλοσοφίας.
Πολύτιμη η παρουσία του και οι τοποθετήσεις του που πραγματοποιήθηκαν στις «Επιστημονικές Μουσικές Κυριακές» που έλαβαν χώρα με πρωτοβουλία της Σχολής Ελληνικής Μουσικής Τέττιξ.
Εκεί, μεταξύ άλλων ο Δημήτρης Ε. Λέκκας ανέφερε:
Από την αρχαιότητα και μέχρι σήμερα η παράδοση, η χρονογραφία, η φιλολογία, η ιστορία και πιο πρόσφατα οι οργανωμένοι χώροι του κλασικισμού και της γλωσσολογίας παραδίδουν συγκεκριμένες συντεταγμένες προσεγγίσεις για την ανέλιξη, γεωγραφία και μορφολογία της διαχρονικής ελληνικής γλώσσας: για την απώτερη γεωγραφική και χρονολογική προέλευσή της, για τις μετακινήσεις και διακλαδίσεις της, για τη μετεξελικτική πολυμορφία της, για τις διαδράσεις, τους μηχανισμούς και, επάνω απ’ όλα, για τους ήχους της.
Για κάποιους σοβαρούς και σκοτεινούς λόγους, η ιστορική και φιλολογική πρακτική έχει αποτύχει οικτρά να μελετήσει το αντικείμενο του αρχαίου ήχου ολόπλευρα και συστηματικά. Εν μέρει, μάλιστα, το έχει αφεστιάσει μέσα από συγκεκριμένα ιδεολογικά και θεωρητικά κενά. Κάποια οφείλονται σε ανεπαρκείς και στρεβλές μεθοδολογίες. Άλλα πάλι σε συγκεκριμένες προπαγανδιστικές μεροληπτικές ιδέες: κάποτε βαλμένες επίτηδες και μεθοδευμένα, αλλά τις περισσότερες φορές χωρίς καν οι ασχολούμενοι να αντιλαμβάνονται τα αλλότρια δοκησίσοφα ιδεολογήματα, τις χονδροειδείς παρανοήσεις, ανακολουθίες και ελλείψεις, βάσει των οποίων πορεύονται. Απλά φαντασιώνονται ότι δρουν επιστημονικά, και μάλιστα με την ‘εύλογη’ αξίωση του καθ’ ύλην αρμόδιου, υποθάλποντας ο ένας τον άλλο εντός κλειστών ‘ακαδημαϊκών’ κυκλωμάτων.
Η καθαρή, συστηματική και φύσει αμερόληπτη επιστημονική μέθοδος είναι έτοιμη να επαναπροσεγγίσει το φαινόμενο της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας και ποικιλότητας ριζικά, συνολικά και πολύπλευρα, μέσα από μία σειρά πλήρων και εγγυημένων αυστηρών μεθοδικών εργαλείων και θέσεων. Όλα αυτά μέχρι τώρα κάθετα αγνοούνται από την επιστημολογική ανεπάρκεια και από τα ύποπτα εργολαβικά ιδεολογήματα των εξ αντικειμένου ασχολούμενων.
Το ένα βασικό πρόβλημα είναι η αυθαίρετη άρνηση των μέχρι τώρα φερόμενων ως ‘ειδικών’ να αναγνωρίσουν τις ελληνικές γλωσσικές συνέχειες στο δικό τους γεωγραφικό πεδίο. Από παντού συρρέουν ψευδείς και ασυνάρτητες θεωρήσεις και παραδοχές για αποσάθρωση της γλώσσας στον χώρο της, και αντικατάστασή της από προεκτάσεις της, ετεροχρονικές και ετεροτοπικές. Αυτό ούτε έχει συμβεί, ούτε τεκμηριώνεται δομικά ή μορφολογικά από το ελληνικό διαλεκτικό συνεχές. Δεύτερο πρόβλημα είναι μία αυταναιρετική παραδοχή των ‘ειδικών’, και μάλιστα αρνητική, τελείως αυθαίρετη και εν πολλοίς υποβολιμαία και ύποπτη και χωρίς θέσεις, ότι ο ήχος της γλώσσας ‘άλλαξε πέρα από κάθε αναγνώριση’. Και το τρίτο πρόβλημα είναι ασφαλώς η αδυναμία τους να αναγνωρίσουν τη φυσική πηγή.
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια πολλές από αυτές τις ανοησίες αναιρούνται στον πυρήνα τους μέσα από τις νέες γενετικές μεθόδους του DNA. Συμπληρωματικά, τώρα, έρχομαι και εγώ να συνεισφέρω τη δική μου τελείως νέα προσέγγιση στο φαινόμενο. Η απαρχή της ανάγεται στα παιδικά μου χρόνια, με την οικογενειακή μας μετακίνηση στον ιδανικά παρθένο χώρο της βόρειας Δωδεκανήσου, επαρχίες Κω και Καλύμνου. Εκεί τότε συγκυριακά βρέθηκα να ακούω και να ζω ήχους, δομές και μορφές και χροιές της ελληνικής γλωσσικής διαχρονικής ποικιλότητας κατά τόπους και εποχές, εμφανέστατα αυθεντικούς, μακραίωνους, αδιάφθορους ως προς τη φιλολογική αλλοίωση και την αστική φθορά των τοπικών ιδιωμάτων και ήχων. Το σύνολο συμπλήρωσε στην πορεία η συστηματική ορθολογική μελέτη δεκαετιών, με συνειδητή αναγωγή στις καθαρές αποδεικτικές τεχνικές της συντεταγμένης μαθηματικής επιστήμης και του καθαρού λόγου. Αυτή ανοίγει τεράστιες περιοχές για άντληση στοιχείων, που η κείμενη κλασική φιλολογία και γλωσσολογία έχουν προκλητικά και αμαθώς αγνοήσει. Κυριότερη: η ίδια η διαχρονική ελληνική παραγωγική γραμματική και τα φαινόμενά της εκ των έσω.
Αυτή την αμέριστη ορθολογική προσέγγιση έρχομαι τώρα να δομήσω σφαιρικά και να την εισφέρω από πλευράς της καθαρής επιστημολογίας. Την επιστρέφω εστιακά με ευγνωμοσύνη στον τόπο που με διέθρεψε, στη δική μου παιδιόθεν ιερή αφετηρία: στα βόρεια Δωδεκάνησα. Εδώ έλαβα τα πρώτα ερεθίσματα, κίνητρα και εργαλεία να προσλάβω και να μελετήσω το συνολικό πολυσχιδές φαινόμενο της κοιτίδας, της ιστορίας, της κλαδικής πολυμορφίας και των ήχων της ελληνικής γλώσσας σε βάθος, να το οργανώσω γνωστικά, να το εξαπλώσω τοπικά και χρονικά και να το έχω τώρα στο τέρμα έτοιμο, δομημένο, σφαιρικό, διαχρονικό, πλήρες και συνεπές. Έτσι μου το παρέδωσαν αδιάφθορο στην αφετηρία οι αείμνηστοι φωτισμένοι δάσκαλοι και καθηγητές μου, και μαζί όλος ο αληθινός κόσμος των φυσικών ομιλητών σε Κω και Κάλυμνο και στα πέριξ νησιά.

kostas Balachoutis, www.tofanarinews.gr